- χαρτοτόμος
- -ον, ΜΑαυτός που κόβει χαρτί.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμο-τόμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαρτότομος — ον, Α αυτός που έχει κοπεί από χαρτί. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. καλαμό τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] … Dictionary of Greek
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek